- συγκαλύψω
- συγκαλύπτωcoveraor subj act 1st sgσυγκαλύπτωcoverfut ind act 1st sgσυγκαλύπτωcoveraor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θολώνω — (ΑΜ θολῶ, Μ και θολώνω) [θολός] 1. (για το νερό και άλλα υγρά) (μτβ.) κάνω κάτι θολό, τό κάνω να χάσει τη διαύγεια ή τη διαφάνεια του 2. μτφ. (μτβ.) συνταράσσω, ταράζω, θορυβώ, συγχύζω κάποιον ή κάτι («θολοῑ δὲ καρδίαν», Ευρ.) νεοελλ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
θολώνω — και θολαίνω θόλωσα, θολωμένος 1. κάνω κάτι θολό: Πάτησε στην πηγή και θόλωσε το νερό. 2. αμτβ., γίνομαι θολός: Θόλωσε η θάλασσα από τον πολύ κόσμο. – Θόλωσε ο ουρανός. 3. φρ., «Θολώνει το μάτι μου», εξοργίζομαι· «Θολώνουν τα μάτια μου»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)